- πράσα
- πράσονleekneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρασάς — Oικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται στον δήμο Καλλιθέας. * * * ο / πρασᾱς, ΝΑ [πράσον] αυτός που καλλιεργεί ή πουλά πράσα νεοελλ. αυτός που αγαπά τα πράσα ως φαγητό … Dictionary of Greek
πρασόκουρον — τὸ, Α 1. δρεπάνι με το οποίο έκοβαν τα πράσα 2. ως επίθ. φρ. «δρέπανα πρασόκουρα» δρεπάνια με τα οποία κόβονται τα πράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρον (< κουρά)] … Dictionary of Greek
Πρασσοφάγος — ὁ, Α (κωμ. προσωνυμία στη Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους) αυτός που τρώει πράσα, πρασοφαγάς … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
μάτσο — το 1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα») 2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή») 3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές») 3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» έχω αρκετά χρήματα β) «μάτσο μού τά στείλε … Dictionary of Greek
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
πράσο — το / πράσον, ΝΑ βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τού, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τού οποίου ο χυμός είναι διουρητικός ενώ το… … Dictionary of Greek
πρασοκουρίς — ίδος, ἡ, Α είδος βλαβερού εντόμου που τρώει τα πράσα, ο κρεμμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρίς (< κουρά)] … Dictionary of Greek
πρασολογώ — έω, Ν μαζεύω πράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + λογώ* (πρβλ. κορφο λογώ)] … Dictionary of Greek